- ποιμένας
- ο1. βοσκός, τσομπάνος, μπιστικός.2. μτφ., αρχηγός, ιδίως θρησκευτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ποιμένας — ποιμήν herdsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάστωρ — ορος, ο, ΝΑ, και πάστωρας και πάστορας Ν νεοελλ. ιερέας τών θρησκευτικών κοινοτήτων τών Διαμαρτυρομένων, ποιμένας ανθρώπων ή και βικάριος αρχ. βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastor, oris «βοσκός, ποιμένας»] … Dictionary of Greek
Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… … Dictionary of Greek
αιγιπάστας — ο λέξη τής Μυκηναϊκής που σημαίνει «ποιμένας», «γιδοβοσκός» (ai ki pa ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + *πάστας < ρ. *πάταμι (πρβλ. ρ. πα πτ αίνω, «βλέπω προσεκτικά, επιτηρώ»)] … Dictionary of Greek
αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… … Dictionary of Greek
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
ζουπάνος — ο (Μ ζουπάνος) πληθ. οι ζουπάνοι τίτλος τών αρχηγών τών Σλάβων που εισέβαλαν στο βυζαντινό κράτος νεοελλ. τσοπάνος, ποιμένας μσν. άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. župan] … Dictionary of Greek
ιεροποίμην — ἱεροποίμην, ὁ (Μ) ιερός ποιμένας, αρχιερέας … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek